περονιάζω

περονιάζω
Ν [περόνη]
1. τρυπάω, καρφώνω έδεσμα με το πιρούνι
2. (για κρύο ή υγρασία) διαπερνώ («μέ περόνιασε το κρύο απόψε»)
3. θίγω βαθύτατα κάποιον, τόν κάνω να λυπηθεί πολύ («τα λόγια μου τόν περονιάζουν»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περονιάζω — περονιάζω, περόνιασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: περονιάζω : σπάνια η παθητική φωνή (περονιάζομαι, βλ. πίν. 36 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περονιάζω — περόνιασα, περονιάστηκα, περονιασμένος 1. διατρυπώ κάτι με το πιρούνι. 2. μτφ., διαπερνώ, διαποτίζω, προσβάλλω σε βάθος: Μας περόνιασε η υγρασία να περιμένουμε στο δρόμο τόση ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περόνιασμα — το, Ν [περονιάζω] 1. η διατρύπηση με πιρούνι 2. το έντονο αίσθημα κρύου ή υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • πιρουνιάζω — Ν [πιρούνι] περονιάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”